image one

Αρχαία Σπάρτη

Η Σπάρτη (Σπάρτα στη Δωρική διάλεκτο, Σπάρτη στην Αττική διάλεκτο) ήταν πόλη-κράτος στην Αρχαία Ελλάδα που ήταν χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ευρώτα στη Λακωνία στο νότιο ανατολικό μέρος της Πελοποννήσου. Έχει μείνει γνωστή στην παγκόσμια ιστορία για τη στρατιωτική δύναμή της, την πειθαρχία της, τον ηρωισμό της και το μεγάλο αριθμό των δούλων της. Επίσης, είναι γνωστή και στην Ελληνική Μυθολογία, κυρίως για τον μύθο της Ωραίας Ελένης. Η στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης οφειλόταν στο σύστημά της Αγωγής που είχε επιβάλει η νομοθεσία του Λυκούργου, κάτι που ήταν μοναδικό στην Αρχαία Ελλάδα. Η ιστορική περίοδος της Σπάρτης αρχίζει μετά την Κάθοδο των Δωριέων γύρω στο 1100 π.Χ., (αν και η αρχαιολογία υποστηρίζει ότι η κάθοδος των Δωριέων έγινε αργότερα) και τελειώνει κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας, αν και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την επίδραση του Μυκηναϊκού Πολιτισμού στην περιοχή πολύ πριν την άφιξη των Δωριέων, πράγμα που θεωρείται η προϊστορία της Αρχαίας Σπάρτης. Κατά τη διάρκεια της Κλασσικής Αρχαιότητας η Σπάρτη ήταν μία από τις δύο πιο ισχυρές πόλεις-κράτη στην Αρχαία Ελλάδα, μαζί με την Αθήνα. Η Σπάρτη άρχισε να αναδύεται ως πολιτικο-στρατιωτική δύναμη στην Ελλάδα κατά την αρχή της Αρχαϊκής Εποχής μετά το τέλος των σκοτεινών χρόνων της Γεωμετρικής Εποχής και έφτασε στην απόλυτη ακμή της μετά τη νίκη της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο επί της Αθήνας και των συμμάχων της, όταν και πέτυχε να επιβάλει την ηγεμονία και την επιρροή της στο μεγαλύτερο μέρος του αρχαιοελληνικού κόσμου. Η ηγεμονία της δεν κράτησε πολύ και μετά τις ήττες της από τους Θηβαίους το 371 π.Χ. στα Λεύκτρα και το 362 π.Χ. στη Μαντίνεια έχασε την παλαιά της δύναμη, ταυτόχρονα και με την άνοδο του βασιλείου της Μακεδονίας άρχισε να παίζει έναν δευτερεύοντα ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Κάποιες αναλαμπές τον 3ο αιώνα π.Χ. δεν εμπόδισαν την παρακμή της ακολουθώντας την μοίρα του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου που κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Όμως και κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας συνέχισε να αποτελεί πόλο έλξης λόγω της πλούσιας ιστορίας της.

image one

Γεωγραφικό πλαίσιο

Σύμφωνα με τον ιστορικό Θουκυδίδη, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., το σπαρτιατικό κράτος εκτεινόταν στα δύο πέμπτα της Πελοποννήσου, περίπου δηλαδή 8.500 km², έκταση τριπλάσια των Αθηνών. Περιελάμβανε δύο κύριες περιοχές, τις οποίους διαχώριζαν οροσειρές.Η Λακωνία, αν επιθυμούμε να την ορίσουμε αυστηρά, περιορίζεται στα δυτικά από το όρος Ταΰγετος, ενώ στο νότο και την ανατολή από το Μυρτώο Πέλαγος. Τα σύνορά της στο βορρά ήταν ευμετάβλητα: το 545 π.Χ. η Σπάρτη, υπό το βασιλιά της Εχέστρατο, κατέκτησε την εύφορη πεδιάδα της Κυνουρίας, την οποία είχε αποικήσει σύμφωνα με το μύθο ο Κύνουρος, γιος του Περσέα από το Άργος. Έκτοτε τα όρια της περιοχής περνούν από τα περίχωρα της Θυρέας (κοντά στο σύγχρονο Άστρος), η περιοχή της κόμης του Τυρού και των Πρασιών ήταν τα φυσικά σύνορα και ποτέ δεν χάθηκαν από την Σπάρτη, το νότιο τμήμα του Παρθενίου όρους, την κοιλάδα του Ευρώτα (περιλαμβάνοντας και τη Σκυρίτιδα) και έπειτα την περιοχή στα πόδια του Χελμού, που ταυτίζεται με τη Βελμινάτιδα. Η Μεσσηνία, η οποία κατακτήθηκε κατά τους ομώνυμους πολέμους, περικλείεται στα βόρεια από τον ποταμό Νέδα και τα Αρκαδικά Όρη, στα ανατολικά από το όρος Ταΰγετος, στα νότια από τον Μεσσηνιακό Κόλπο και στα δυτικά από το Ιόνιο Πέλαγος. Περιλαμβάνει μεγάλους ορεινούς όγκους, ανάμεσα στους οποίους τα όρη της Κυπαρισσίας και την Ιθώμη. Στο μέσον βρίσκεται η κοιλάδα της Μεσσηνίας, την οποία βρέχει ο ποταμός Πάμισος. Τη Λακωνική Πολιτεία αποτελούσαν αρχικά τέσσερις κώμες με τα ονόματα Κόνουρα, Λίμναι, Μεσόα και Πιτάνα. Μια πέμπτη, σε απόσταση κάποιων χιλιομέτρων, οι Αμύκλαι, προστέθηκαν σε μια άγνωστη εποχή.